- κερατάριον
- κερᾱτ-άριον, τό, Dim. of κέρας v.5, Sch.E.Hec.1261 (s.v.l.), Eust. 1037.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατάριον — κερατάριον, τὸ (Α) μικρή κεραία πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + υποκορ. κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. ζω άριον, κυν άριον] … Dictionary of Greek
κερατάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραταρίων — κερατάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατάρια — κερατάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek